διηνεκέα

διηνεκέα
διηνεκής
continuous
neut nom/voc/acc pl (epic ionic)
διηνεκής
continuous
masc/fem acc sg (epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Διηνέκεα — Διηνέκης masc acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προτέμνω — ΜΑ, και ιων. και επικ. τ. προτάμνω Α [τέμνω] 1. κόβω κάτι εκ τών προτέρων σε κομμάτια και τό θέτω μπροστά από κάποιον («πρίν γ ὅτε δή σ ἐπ ἐμοῑσιν ἐγὼ γούνεσσι καθίσσας, ὄψου τ ἄσαιμι προταμών», Ομ. Ιλ.) 2. αποκόπτω («κορμὸν ἐκ ῥίζης προταμών»,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”